Dictionary of Greek. 2013.
σιλλεί — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀναφαίνει, λυπεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. πρέπει να διορθωθεί σε σιλλοῖ τού ρ. σιλλῶ*] … Dictionary of Greek